- επισβεννυμαι
- ἐπισβέννυμαιἐπι-σβέννῠμαι(на чём-л) гаснуть
(ἐπισβεσθῆναι τῷ ἄνθρακι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἐπισβεσθῆναι τῷ ἄνθρακι Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επισβέννυμι — ἐπισβέννυμι και ἐπισβεννύω (Α) 1. σβήνω, σβήνω τελείως 2. παθ. ἐπισβέννυμαι σβήνομαι πάνω σε κάτι … Dictionary of Greek